- αυτός
- -ή, -ό (AM αὐτός, -ή, -ό) (μσν.νεοελλ. και αὖτός, αὐτόνος, αὐτοῡνος, αὐτεῑνος, ἀτός) (αντων.)Ι. Αντιδιασταλτική, Οριστική (μερικές φορές με το άρθρο ή με το έναρθρο ο ίδιοςπρβλ. «αυτός φταίει», «θα βρω αυτή την ίδια», «ὅλοι ἐπαρεδόθησαν κι ὁ πρίγκηπας ἀτός του», «αὐτὴ τε Μανδάνη καὶ τὸν υἱὸν ἔχουσα»): νεοελλ.1. (αντιδιαστέλλει πρόσωπο ή πράγμα από όλα τα όμοια με αναφορά στην πραγματική του αξία) «αυτός είναι γιατρός», «αυτό είναι κρασί»2. (εμφαντική αντιδιαστολή για μοναδικότητα) «σ' αυτόν στηριζόμαστε», «αυτό μόνο έχω»3. (με περιφρόνηση) «αυτόν θα λογαριάσω», «αυτό δεν τα θέλω»4. (με πλήρη απόδοση ενός χαρακτηρισμού) «αυτός ο παλιάνθρωπος θα μας καταστρέψει», «δεν τον λυπάσαι αυτόν τον δύστυχο»αρχ.-μσν.«ἐπὶ τὸ αὐτό» — στο ίδιο μέροςαρχ.φρ.1. «αὐτὸ τὸ περίορθρον» — ακριβώς τα χαράματα2. «τῶν πραγμάτων ὑμῑν αὐτοῑς ἀντιληπτέον» — πρέπει εσείς οι ίδιοι να ασχοληθείτε σοβαρά με τις υποθέσεις3. «αὐτοὶ γὰρ ἐσμέν» — είμαστε μόνοι μας, μεταξύ μας4. «τί ποτ' ἐστὶν αὐτὸ ἡ ἀρετή» — η αρετή καθ' εαυτήν5. «ἀνόρουσεν αὐτῆ σὺν φόρμιγγι» — σηκώθηκε με τη φόρμιγγα στο χέρι6. «πέμπτος αὐτός» — αυτός με τέσσερεις άλλους7. «ἐγὼ αὐτὸς» ἡ «αὐτὸς ἔγωγε» — εγώ ο ίδιος, από μόνος μου8. «αὐτὸς ἔφα»(με θαυμασμό) αυτός το είπε, ο δάσκαλος, ο ΑριστοτέληςII. Επαναληπτική (χρησιμοποιείται στους κανονικούς ή τους μονοσύλλαβους τύπους, τον, την, τους κ.λπ. αντί για το πρόσωπο ή το πράγμα περί του οποίου έγινε λόγος προηγουμένωςπρβλ. «κάλεσε τους υπαλλήλους και τους είπε πολλά», «οὕς μὴ εὕρισκον, κενοτάφιον αὐτοῑς ἐποίησαν»): νεοελλ. (πλεοναστική χρήση και των δύο τύπων ή της αντωνυμίας και του ουσ.) φρ.1. «τον αγαπώ το γιο μου»2. «μου την κατάφερε» ή «μου τη σκάρωσε» — έκανε δόλια ενέργεια σε βάρος μου3. «την έπαθα» — για απροσδόκητο ατύχημα ή αποτυχία4. «τη γλύτωσε» — γλύτωσε ενώ δεν το περίμενε κανείς5. «πώς τα βλέπεις» — πώς βλέπεις την κατάσταση6. «μην τα ρωτάς» — όταν η απάντηση είναι δυσάρεστη7. «μούτζωσέ τα» ή «φασκέλωσέ τα» — με περιφρόνηση ή απογοήτευση για κάποιο θέμα8. «ήθελές τα κι έπαθές τα» — καλά να πάθεις, εσύ έφταιγες. III. Προσωπική (για το γ' πρόσωποπρβλ. «ούτ' εγώ ούτ' αυτός», «τον είδες κι εσύ», «κανένας τους», «όλοι τους»): νεοελλ. (η κλητική) αυτέεσυ. IV. Κτητική (για το γ' πρόσωπο στις πλάγιες πτώσειςπρβλ. «τα παιδιά τους, τα μαθήματά του», «καὶ ἡ ἀδελφὴ τῆς μητρὸς αὐτοῡ», ΚΔ): νεοελλ. (με το άρθρο με άσεμνη σημασία)1. «τα αυτά μου» (για τα αντρικά γεννητικά όργανα)2. «η αυτή του» (για το πέος)3. «το αυτό της» (για το γυναικείο αιδοίο)4. «ο αυτός του» (για τον πρωκτό). V. Δεικτική: «αυτός είν' ο πατέρας μου», «αυτά τον κατάστρεψαν» «αυτός εδώ», «αυτός εκεί», «αὐτὸς δὲ εἶπε».[ΕΤΥΜΟΛ. Ομηρική ήδη λέξη αβέβαιης ετυμολογίας. Υποστηρίζεται ότι το αυ- τού αυτός συνδέεται με τα αυ, αύτε ή και ότι προήλθε από αυ τον. Κατ' άλλη άποψη, αυτός < *α[σ]υ -τός («με πλήρη ζωτικότητα»), επιρρηματική πτώση που συνάπτεται με το αρχ. ινδ. άsu- «ζωή». Τέλος, άλλοι συνδέουν τον τ. αυτός με τα γοτθ. aups, aupeis, νέο άνω γερμ. ode (επίθετα που συσχετίζονται επίσης με το επίρρημα αύτως)].
Dictionary of Greek. 2013.